- γυιοτακής
- γυιοτακής, -ές (Α)1. αυτός που εξασθενεί τα μέλη τού σώματος2. εκείνος που έχει εξασθενημένα τα μέλη τού σώματός του.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -τακής < ετάκην, αόρ. τού τήκομαι (πρβλ. τήκω «λειώνω, φθείρω, μαραίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.